Στα τελειώματα του εμφυλίου, κάπου στο Ιόνιο, ένα μικρό κορίτσι εμφανίζεται ξαφνικά στην πλατεία ενός χωριού. Κανείς δεν γνωρίζει από πού ήρθε, ενώ η ίδια αδυνατεί να τους βοηθήσει, καθώς δεν μπορεί να μιλήσει.
Το χωριό την αγκαλιάζει. Της δίνει όνομα, ταυτότητα και οικογένεια. Ωστόσο, το μυστήριο της εμφάνισής της από το πουθενά παραμένει.
Χρόνια μετά, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, επιβεβαιώνεται για μία ακόμη φορά ότι οι στροβιλισμοί μεταξύ του κακού και του τυχαίου μπορούν σε μια στιγμή μόνο να σαρώσουν τα λίγα ίχνη που αφήνει το πέρασμα κάποιων ανθρώπων από τη ζωή, σαν πατημασιές στην άμμο….
Δύο μικρά αποσπάσματα από το βιβλίο:
«…Με τον καιρό γεννήσαμε μια νέα, δική μας γλώσσα, με επιδέξιες χειρονομίες, μορφασμούς και θρύμματα φθόγγων, μια γλώσσα λιγότερο σπάταλη, έναν τόπο γαλάζιο, μακριά από τον θόρυβο της ζωής, που συναντιόμασταν οι τρεις μας μόνο. Εκείνη, ο Πέτρος κι εγώ. Υπήρχανε, όμως, στιγμές που τα μεγάλα της μάτια δείχνανε νερένια, και αυτό το θαμπό στο πρόσωπό της, σαν ένα μαγνάδι που την τύλιγε ολόγυρα, δεν έλεγε να εξαφανιστεί…»
«Περπάταγα στον δρόμο κι ένιωθα τις λοξές ματιές όλων. Ενώ περίμενα τη συμπαράστασή τους, έγινα ο αποσυνάγωγος, ο σαλεμένος που δεν δίστασε να προσβάλει τα ιερά για τη χάρη μιας άγνωστης, μιας ξένης. Τελικά κατάλαβα ότι αυτό ήταν το συμφωνημένο τίμημα για να αποφύγω τα χειρότερα και το κυνήγι, να με θεωρήσουν ανισόρροπο, διαταραγμένο. Έπρεπε να διαλέξω, αφού έτσι ωμά το έθεσε ο ίδιος ο παπάς στην κυρία Ερμιόνη, προκειμένου να δικαιολογηθεί η συμπεριφορά μου και να αποκατασταθεί το κύρος του στη μικρή μας κοινωνία. Εάν δεν συμφωνούσα σε αυτή τη μεσολάβηση, η ζωή μου θα καταστρεφόταν. Και το δέχτηκα. Απλά πράγματα, στη ζωή πρέπει να επιλέγεις τη λιγότερο οδυνηρή εκδοχή της ήττας σου».