Άλλοι τη λάτρεψαν, άλλοι τη μίσησαν. Όμως όλοι τη φοβήθηκαν, όλοι τη σεβάστηκαν. Ήταν η Ντάτα και δε μετάνιωσε ποτέ για όσα έκανε.
Με λένε Ντάτα… Χρόνια τώρα. Κοντεύω κι εγώ να ξεχάσω πως κάποτε με βάφτισαν Αλεξάνδρα∙ Αλεξάνδρα Σαλβάνου του Ροβέρτου και της Χαριτίνης.
Είμαι ένοχη για όλα τα αμαρτήματα που μπορεί να φανταστεί η Εκκλησία ή η Αστυνομία, κι όμως δεν αισθάνομαι ένοχη για τίποτα. Όλα ήρθαν φυσιολογικά στο δρόμο μου ή σ’ εμένα φάνηκε έτσι. Δεν πέρασε καν από την σκέψη μου ότι μέσα μου γεννιόταν πρώτα το κακό, μετά το χειρότερο, και ποτέ το καλό.
Γεννήθηκα πολύ όμορφη και αυτό ήταν ακόμη ένα όπλο, μια αόρατη παγίδα για τα υποψήφια θύματά μου. Κανένας δεν περιμένει η όψη ενός αγγέλου να κρύβει με τέτοια μαεστρία τη μαύρη ψυχή ενός σατανά που είναι ταγμένος να σκορπά το θάνατο και τον όλεθρο. Ίσως μάλιστα ο θάνατος, που τόσο εύκολα αποφάσιζα για κάποιους, να ήταν λύτρωση, κάθαρση, εξαγνισμός.
Εχθρούς… Μόνο τέτοιους έκανα στη ζωή μου. Φίλους δεν απέκτησα ποτέ, αλλά δεν αισθάνθηκα και ποτέ την έλλειψή τους. Η φιλία ήταν για μένα αδυναμία, ένα όπλο στα χέρια του αντιπάλου, και δεν ήμουν από αυτές που έδιναν τέτοια περιθώρια, κι ούτε ήθελα περιττά βάρη.
Με λένε Ντάτα. Ζω σε έναν άλλο κόσμο, που μόνη μου έφτιαξα, με δικούς μου νόμους. Με λένε Ντάτα και δε μετανιώνω…