Η μνήμη, όπως η ζωή, είναι ένα ποτάμι που κυλάει. Ένας άντρας βρίσκεται σε νοσοκομείο της Λισαβόνας: στα σπλάχνα του, ένας αχινός δεν σταματάει να μεγαλώνει σιωπηλά, ο γιατρός τον ονομάζει καρκίνο. Στο νοσοκομείο, ζαλισμένος καθώς είναι απ’ τον πόνο και τα φάρμακα, ξαναζεί τα παιδικά του χρόνια: τον πατέρα του να παίζει τένις, τη μητέρα του να του κάνει χωρίστρα στα μαλλιά, τα βουνά, τη μυρωδιά της μαρμελάδας στο κελάρι, τις γλάστρες με τα λουλούδια στα σκαλοπάτια, τους έρωτες που δεν βρήκαν ανταπόκριση… Ένα ποτάμι από αναμνήσεις που αναδύονται με την εμφάνιση της αρρώστιας, αλλά η εγγύτητα του θανάτου κάνει το κάλεσμα της ζωής να ακουστεί με μεγαλύτερη δύναμη.
Ο Αντόνιο Λόμπο Αντούνες ανακατεύει παρελθόν και παρόν, και μάλιστα τη στιγμή που ο αφηγητής μοιάζει να μην έχει πια μέλλον. Για τον σκοπό αυτό, με τη συνηθισμένη του δεξιοτεχνία, αφηγείται χίλιες δυο ιστορίες, σκαρφαλώνει σ’ όλα τα κλαδιά των γενεαλογικών δέντρων, επινοεί ένα πλήθος συγγενών, με φίλους, γείτονες, βικάριο και επίσκοπο, φαρμακοποιό και συμβολαιογράφο, έναν ολόκληρο κόσμο που τον κατοικούν πολύχρωμα φαντάσματα.
Η γραφή του Αντούνες, πότε δολιχοδρομώντας και πότε ρέοντας, απευθύνεται όπως πάντα στις αισθήσεις. Ακούμε ακατάπαυστα ήχους, ψιθύρους (σαν κι αυτούς που προέρχονται από το οικογενειακό φωτογραφικό άλμπουμ), τη φωνή από τους τσίφτες, τις κουρούνες, τα κοράκια, τα τρένα που περνούν στο βάθος του αμπελιού, την καμπάνα που χτυπάει, τις καστανιές που συζητάνε όλη νύχτα «για τον τρόπο που έχει η γη να μας περιφρονεί», μυρίζουμε το άρωμα των ευκαλύπτων που “συλλαβίζουν τον άνεμο γύρω από το ξενοδοχείο”, τα ρείκια στα χερσοτόπια… Ο Λόμπο Αντούνες, με το εκρηκτικό και πυκνό ύφος του, έβαλε την ασθένειά του στην υπηρεσία μιας νέας εξερεύνησης της ζωής, μιας επιστροφής προς την πηγή της ύπαρξης, προς τα μυστήρια και τη “χαμένη χαρά” της παιδικής ηλικίας.