Μια νέα γυναίκα μ’ ένα νόθο βρέφος στην αγκαλιά περπατά για ώρες πολλές σε άγνωστα μονοπάτια και τελικά προλαβαίνει να κλειστεί στην πόλη, λίγο πριν αρχίσει η μεγαλύτερη πολιορκία της ιστορίας. Το επόμενο βράδυ το αφήνει έκθετο στα σκαλιά του Αγίου Σαλβαδόρου, ενός από τα μεγαλύτερα μοναστήρια της πόλης, και κλείνεται στη μοναξιά της προσπαθώντας να επιβιώσει σ’ έναν κόσμο που δεν τη χωρούσε. Κοιμάται σε χαλάσματα και σε ξενώνες, γίνεται τροφός ενός ορφανού κοριτσιού και τελικά καταλήγει σε μιαν ακρινή γειτονιά του Κάστρου, όπου ζει όλα τα χρόνια της πολιορκίας. Ο μεγάλος της έρωτας, χαμένος στις άδηλες διαδρομές των συναισθημάτων, επανέρχεται σε κάθε στιγμή, άλλοτε ως μνήμη και άλλοτε ως ελπίδα. Σ’ αυτή τη μικρή γειτονιά του Κάστρου, ανάμεσα σε ανθρώπους που μαθαίνουν να ζουν με τον πόλεμο μέχρι να παραδοθούνε στον ζόφο, ζει για είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια. Δυο σημαντικές παρουσίες σημαδεύουν τη ζωή της: ένας χρυσικός, που επιμένει να διακηρύσσει πως οι πιο στεγανές φυλακές του κόσμου χτίζονται με φόβο, κι ένας γραμματικός, που τον γνώριζε από τα παιδικά της χρόνια.
Έρωτες που αναζωπυρώνονται, πάθη που επανέρχονται, κοινωνικές συμβάσεις που διατηρούνται ακόμη και μέσα σε σκληρές συνθήκες πολέμου. Και, βέβαια, παιδιά. Που γεννιούνται, μεγαλώνουν, φτάνουν στα 23 τους χρόνια, χωρίς να έχουν βγει από τα τείχη, χωρίς να έχουν δει ποτέ βουνά, κάμπους, έχοντας καταγράψει στη μνήμη τους μόνο καμπάνες συναγερμού και κρότους από μπομπάρδες.
Η καθημερινότητα σε μια πολιορκημένη πόλη, οι αγωνίες μιας κοινωνίας, οι κοινωνικές ανισότητες, οι φόβοι αποτελούν τα βασικά δομικά υλικά ενός συγγραφέα που “χτίζει” την αφήγησή του αντλώντας έμπνευση από τα ντοκουμέντα της ιστορίας. Τα βασικά πρόσωπα, οι πρωταγωνιστές της αφήγησης, είναι φανταστικά. Δρουν, όμως, και κινούνται σ’ ένα πραγματικό περιβάλλον, συναντούν τους αληθινούς πρωταγωνιστές της εποχής, βιώνουν τον πόλεμο, γίνονται οι σιωπηλοί μάρτυρες γεγονότων που σημάδεψαν την ευρωπαϊκή ιστορία του 17ου αιώνα.
Η ιστορία