Στο επίκεντρο αυτής της ιστορίας βρίσκεται ένα από τα πιο σκοτεινά περιστατικά της ναζιστικής κατοχής: η βύθιση του πλοίου Τάναϊς, που μετέφερε, κλεισμένους στ’ αμπάρια του, Έλληνες ομήρους, Ιταλούς αντιφασίστες, και όλους τους Εβραίους της Κρήτης.
Ο αφηγητής επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο είκοσι χρόνια μετά και αναζητεί τα ίχνη του πατέρα του, που είχε χαθεί το 1944, και ως αιτία της εξαφάνισης αναφέρεται ο πνιγμός του στο ναυάγιο. Εκείνος αποφασίζει να συνεχίσει το ψάξιμο, σεβόμενος την υπόσχεση προς τη μητέρα του, που θεωρούσε τον άντρα της ακόμη ζωντανό. Μέρα με τη μέρα βρίσκεται αντιμέτωπος όχι μόνο με τα συμβάντα του πολέμου αλλά και με τις συνέπειές τους στις ζωές των ανθρώπων, τις κάθε λογής στοχοποιήσεις κοινωνιών και ατόμων. Οι παλιές πληγές ματώνουν με την πρώτη ψηλάφησή τους, το παρελθόν εξακολουθεί να καθορίζει το παρόν κι εκείνος – μετανάστης από την τρυφερή ηλικία του – ταλαντεύεται ανάμεσα σε δυο ταυτότητες και σε πολλές εκδοχές των ίδιων γεγονότων.
Ανασκαλεύει τις μνήμες των άλλων, συναντά εφηβικούς έρωτες, περπατά στα σιωπηλά μονοπάτια της ιστορίας και περιπλανιέται στα δρομάκια της Οβριακής, μιας γειτονιάς που άδειασε μέσα σε 45 λεπτά, και οι κάτοικοί της, νέοι, γέροι και 120 παιδιά, χάθηκαν μια καλοκαιρινή νύχτα ανάμεσα στην Κρήτη και τη Σαντορίνη.
Όσο αναδεύει τ’ αποκαΐδια, ξεπηδούν μικρές ιστορίες ανθρώπων. Κάποιας Εσθήρ που κρυβόταν στις ερημιές κι έγραφε ανεπίδοτα γράμματα, κάποιου Σαράντη που βρέθηκε να παλεύει ναυαγός με τα κύματα, κάποιας Ροδαμνής που την κούρεψαν και την πόμπεψαν μετά την απελευθέρωση, κάποιου μουγγού που βρέθηκε μόνος σε ξένο τόπο, κάποιου Έντζο που σκόπευε να προσφέρει δώρο στη Σιλβάνα του ένα ζευγάρι ξυλοπάπουτσα.
Ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα που μέσα στις σελίδες του η μυθοπλασία βαδίζει πλάι στην ιστορία, τα πραγματικά πρόσωπα διαλέγονται με τα επινοημένα προκειμένου να αναδειχθούν οι μεγάλες αλήθειες που απλώνονται πέρα από τον χρόνο. Έτσι γιατί ένα ιστορικό μυθιστόρημα δεν μπορεί και δεν πρέπει να συνομ