ΜΝΗΜΗ ΛΑΝΘΑΝΟΥΣΑ ΛΗΘΗ
Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Ψιλάκη μόλις κυκλοφόρησε.
Σίγουρα ο Νίκος μας θα μπορούσε να δώσει κι άλλα πολλά, αλλά δεν πρόλαβε… Λίγο πριν φύγει μας εξομολογήθηκε ότι το καλύτερο μυθιστόρημά του δεν το είχε γράψει ακόμα.
Ξεκίνησε να γράφει στα μαθητικά του χρόνια. Το εξομολογείται ο ίδιος στο ποίημα «Ελιά μου» που δημοσιεύεται σ’ αυτή τη συλλογή:
«Εκεί ακούμπησα τα έντεκα χρόνια μου
μ’ ένα χαρτί κι ένα μολύβι / μεσημέρι ενός αμέριμνου Ιουλίου.
Ήθελα κάτι δικό μου να πω / μα όταν σε κοίταξα μ’ εκείνα τ’ άγουρα μάτια
βρέθηκα να διαβάζω απαρχής την ιστορία του κόσμου…».
Και σε συνέντευξή του μετά τη βράβευση από το λογοτεχνικό ίδρυμα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συμβολή του στην ιστορική μυθιστοριογραφία είπε:
«Με πένες γράφονταν πάντα τα όνειρά μου, όλα χαρτί και μελάνι. Είχα αρχίσει τη συστηματική έρευνα για τα μοναστήρια της Κρήτης, μελετούσα τον διατροφικό πολιτισμό, κατέγραφα τις τελετουργίες και τα λατρευτικά μας έθιμα, έγραφα ποιήματα. Το ίδιο νιώθω και τώρα. Λέξεις τα όνειρά μου, λέξεις, κι άλλες λέξεις, αρμαθιές κρεμασμένες στο άυλο. Τις διαλέγω μια-μια για να χαράξω τις συντεταγμένες μου: ειρήνη, αγάπη -πόσο κοινές και πόσο πλάνες, αλήθεια!»
Ο Νίκος, λοιπόν, έγραφε ποιήματα πάντα, ανάμεσα στις άλλες συγγραφικές ασχολίες του, αλλά ο λόγος του ήταν πρωτίστως λυρικός, ακόμα και στα πεζά του κείμενα. Η ποίηση έρρεε μέσα του. Για πάνω από 25 χρόνια ξεκινούσε την καθημερινή πρωινή ραδιοφωνική εκπομπή του με ένα ποίημα. Και κάθε χρόνο φρόντιζε να χαρίζει το πιο πολύτιμο δώρο γενεθλίων στα αγαπημένα του πρόσωπα, στην κόρη και στα εγγόνια του: ένα ποίημα, πάντα ένα ποίημα. Αλλά και οι γιορτινές ευχές που έστελνε στους φίλους ήταν κι αυτές ποιητικές.
Το 1975, στα 19 προς τα 20 χρόνια του, τύπωσε την πρώτη του συλλογή «12 ποιήματα». Το 1977 τη δεύτερη, τη «Μερική Άποψη». Έδωσε τότε ένα αντίτυπο στον μεγάλο μας ποιητή Γιάννη Ρίτσο κι εκείνος διάβασε ένα ποίημα μπροστά στον Νίκο, το σχολίασε θετικά -επισήμανε, μάλιστα, ότι ήταν γεμάτο εικόνες- και τον προέτρεψε να συνεχίσει να γράφει.
Και, βέβαια, ο Νίκος συνέχισε να γράφει ακατάπαυστα. Όχι, όμως, μόνο ποιήματα. Βιαζόταν να τα προλάβει όλα. Σ’ ένα από τα πολλά χειρόγραφα που βρίσκονται στα συρτάρια του διαβάσαμε πρόσφατα:
«Πάντα κάτι έτρεχα να προλάβω, και πιο πολύ τ’ όνειρο που με καλούσε να πλανηθώ σε ξεχασμένα μονοπάτια ή ν’ ανασκουμπώνομαι και να βαδίζω εκεί όπου στράτες δεν ήταν».
Το 1985 κυκλοφόρησε η ποιητική του συλλογή «Ο Κουτσός μας Θεός» και το 2004 ο «Οίνοψ Πόντος – Φωτοποιητικός Περίπλους». Λίγο πριν φύγει ετοίμαζε την έκδοση μιας ακόμη ποιητικής συλλογής που την ονόμασε «Μνήμη Λανθάνουσα Λήθη». Δεν πρόλαβε. Μας άφησε, όμως, παραγγελιά να το κάνομε εμείς.
Σ’ ένα ποίημα της συλλογής, στις «Λέξεις», γράφει:
«Ήταν ο ποιητής που μάζευε τις στιγμές του
και τις φυλλομετρούσε σε χάρτινα γυμνάσματα.
Ήταν ο ποιητής που έτρεχε να προλάβει τον άνεμο
πριν φυσήξει και σκορπίσει
τις στιγμές και τις λέξεις».
Ο Νίκος κατάφερε να μαζέψει στιγμές πριν φυσήξει ο άνεμος και σκορπίσει για πάντα τις λέξεις του…
Τούτη η έκδοση είναι το λιγότερο που θα μπορούσαμε να κάνομε για εκείνον. Μια ελάχιστη ανταπόδοση ευγνωμοσύνης για όσα μας πρόσφερε. Με τις γνώσεις του, με το παράδειγμά του, με την αγάπη του. Για το ότι μας θεωρούσε σημαντικές για εκείνον, όπως ο ίδιος ομολογεί στην εισαγωγή του στον «Οίνοπα Πόντο»:
«Είναι παρούσες παντού. Στη ζωή και στο στίχο. Κι είμαι σίγουρος πως χωρίς την αγάπη τους οι βάρκες μου θα παρέμεναν χάρτινες για πάντα!»