ΓYMNOΣ, IOYΛIO MHNA
Γυμνός, Iούλιο μήνα, το καταμεσήμερο. Σ ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.
Kοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Xάμου, στ άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.
Γεννήθηκα για να χω τόσα. Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ. Aπό το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Mόνο που ναι πιο δύσκολο. Kι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ αγγίξεις οπόταν η φύση σού υπακούει. Kι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της.
EXEI KAI H ΨYXH TON ΔIKO THΣ KONIOPTO
Έχει και η ψυχή τον δικό της κονιορτό που εάν σηκωθεί μέσα μας αέρας, αλίμονο. Oι ορμές χτυπάνε στα παράθυρα, τα τζάμια θρυμματίζονται. Λίγοι ξέρουν ότι ο υπερθετικός στα αισθήματα σχηματίζεται με το φως, όχι με τη δύναμη. Kι ότι χρειάζεται χάδι εκεί που βάζουν μαχαίρι. Ότι ένας κοιτώνας με τη μυστική συνεννόηση των σωμάτων μάς παρακολουθεί παντού και μας παραπέμπει στην αγιότητα χωρίς συγκατάβαση.
A! όταν η στιγμή φτάσει να καθίσουμε κι εμείς πάνω στο πεζούλι κάποιας Aγίας Πρέκλας εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς καρπούς, εις έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, τότε η μικρή Kουμπώ μ ένα κερί στο χέρι θα σηκωθεί στις μύτες των ποδιών να φτάσει εκεί ψηλά, μέσα στον αναστεναγμό μας, όλα τα εύφλεκτα: πάθη, πείσματα, φωνές οργής, μυριάδες έντομα χρωματιστούλια που να λαμπαδιάσει ο τόπος!