Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, γραμμένο με το απαράμιλλο ύφος της Natasha Pulley.
Το 1963, σ’ ένα στρατόπεδο εργασίας στη Σιβηρία, ο πρώην βιοχημικός Βαλέρι Κολχάνοφ εξασφαλίζει τα αναγκαία για να επιβιώσει: τις σωστές διασυνδέσεις με τους δεσμοφύλακες για πρόσβαση σε φαγητό και τσιγάρα, ζεστές μπότες και τις μικρές χαρές της ζωής, για να μην τρελαθεί.
Μια μέρα όμως, η μέντοράς του στο πανεπιστήμιο επεμβαίνει και τον πηγαίνει από το παγωμένο γκουλάγκ σε μια μυστηριώδη κρυφή πόλη, σε απόσταση αναπνοής από ένα συγκρότημα πυρηνικών αντιδραστήρων.
Ολόγυρα υπάρχει ένα δάσος τόσο κατεστραμμένο, που τα δέντρα του μοιάζουν να έχουν σκουριάσει εκ των έσω.
O Βαλέρι ξαναγίνεται ο δρ Κολχάνοφ και προορίζεται να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του μελετώντας την επίδραση της ραδιενέργειας στην τοπική πανίδα.
Αλλά ενώ εργάζεται, προκύπτουν κάποια ανησυχητικά ερωτήματα: Γιατί υπάρχει τόσο υψηλή συγκέντρωση ραδιενέργειας στην περιοχή;
Τι ακριβώς κρύβουν από τους ανυποψίαστους πολίτες που ζουν στην πόλη; Κι αν συνεχίσει να ψάχνει τις απαντήσεις, άραγε θα μείνει ζωντανός μέχρι το τέλος της ποινής του;
«Ο Βαλέρι έχασε την αίσθηση του χρόνου. Λίγο μετά, η πράκτορας της Κα Γκε Μπε γύρισε την εφημερίδα προς το μέρος του για να ρωτήσει αν ήθελε να τη διαβάσει.
Εκείνος έγνεψε καταφατικά και κοίταξε σαστισμένος τα άρθρα στο πρωτοσέλιδο. Είχαν περάσει έξι χρόνια από την τελευταία φορά που έπιασε φύλλο της Αλήθειας.
Είχαν αλλάξει τη γραμματοσειρά. Διάβαζε αργά, ανίκανος ν’ αποτινάξει την αίσθηση ότι έκανε κάτι απαγορευμένο.
Ήταν οι κλασικές ειδήσεις: η οικονομία, μια παρέλαση για τη Μέρα Μνήμης του Λένιν στη Μόσχα, μια ωραία σκηνοθετημένη φωτογραφία με λάβαρα και πλήθη και τανκ στην Κόκκινη Πλατεία.
Διάβασε τα πάντα, περιλαμβανομένης της πρόβλεψης του καιρού και των μικρών αγγελιών στην πίσω σελίδα, κι είχε μια αλλόκοτη, απατηλά ζεστή αίσθηση ότι, μετά από τόσο πολύ καιρό μακριά απ’ όλα, ο κόσμος τού άπλωνε ξανά το χέρι. Όταν αντιλήφθηκε την αίσθηση, έκλεισε την εφημερίδα. Ήταν επικίνδυνο να ξαναρχίσει να θέλει τέτοια πράγματα».