Ήταν βάσανο να την κοιτάς τη Μέλισσα. Γιατί η πολλή ομορφιά είναι πράγμα σπαρακτικό, σαν ζωοδότης ήλιος που όταν τον κοιτάς ώρα πολλή σού καίει το βλέμμα και σε βασανίζει. Βάσανο. Μα πώς να κάνεις αλλιώς; Πώς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της;
Όλο το νησί, εκείνο το μικρό και ξεχασμένο νησί του Ιονίου, είχε να λέει γι’ αυτήν. Kαι να ονειρεύεται. Μα είχε δίκιο ο μεγάλος της αδελφός: δεν έπρεπε να τη στεφανωθεί κανείς χωριάτης, αλλά μόνο κάποιος μεγάλος και τρανός. Γιατί η Μέλισσα θα γινότανε αρχόντισσα και θα διαφέντευε τον τόπο.
Εκτός κι αν, τελικά, δεν τα κατάφερνε, να ξεφύγει από την κατάρα.
Ο μεγάλος τεχνίτης ονειρεύτηκε τη μικρούλα Ελένη μελένια, έτσι τη ζωγράφισε και έτσι την παρέδωσε στο Βάθεμα, γι’ αυτό κι εκείνοι, όλοι στο χωριό, ξέχασαν τ’ όνομά της και πια την έλεγαν Ελένη, Μελένη, Μελένια. Και το Μελένια μετά δεν τους έφτασε, γιατί δεν ήταν μόνο μελένια η Ελένη, ήταν και πονετική, σε πόναγαν η ομορφιά της και το μέλι της, σε τάραζαν, σε σούβλιζαν, σε τσίμπαγαν, κι έτσι της το άλλαξαν κι αυτό, και την είπανε αλλιώς.
Την είπαν Μέλισσα.
Μία συγκινητική ιστορία αγάπης και μυστικών που νίκησε τον χρόνο και τη λήθη.