«Μόι μάικα… Μάνα μου…»
Της σκούπισε το ιδρωμένο μέτωπο η Αρετή, άνοιξε η μικρή τα βλέφαρά της και την κοίταξε με μάτια μουσκεμένα.
«Τη μάνα σου έβλεπες, Βάσιλκα; Τη φώναζες στον ύπνο σου…»
«Τη μάνα μου δεν τη θυμάμαι, δεν τη γνώρισα ποτέ, πώς να τη δω;» της αποκρίθηκε σιγαλόφωνα, ανάκατα, μισά ελληνικά, μισά βουλγαρικά. «Εσένα έβλεπα…» συνέχισε με χειλάκια τρεμάμενα. «Εσένα έβλεπα, κυρά-δασκάλα…»
Στη χαραυγή του εικοστού αιώνα, αδυσώπητος μαίνεται ο αγώνας στη σκλάβα Μακεδονία. Η γη ματώνει, ο ελληνισμός ψυχορραγεί. Τούρκοι, Βούλγαροι, κομιτάτα, πυρπολήσεις, εκτελέσεις, αμέτρητες θυσίες.
Γυναίκες της μικρής πατρίδας.
Δασκάλες, νοσοκόμες. Σαν την Αρετή, σαν τη Φωτεινή.
Κι άγουρα βλαστάρια, με βάσανο μεγαλωμένα, με κίνδυνο αναστημένα. Σαν τη μικρούλα Βάσιλκα, που μάνα δε γνώρισε ποτέ, μια χούφτα μόνο τα χρόνια της, γιομάτα πείνα και κατατρεγμό, επτά χρόνων παιδί και την έχουν σαρώσει τα δεινοπαθήματα του κόσμου όλου. Σαν τον Μήλιο και την Ανθή, κλωνιά απογυμνωμένα καταμεσής ενός άγριου πολέμου, με σπίτι πυρπολημένο και γονιούς χαμένους στις επιθέσεις των κομιτατζήδων.
Λιανοκέρια της μικρής πατρίδας.
Φύλλα σκόρπια στο άγιο χώμα της.