ΚΡΑΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ 2020
ΒΡΑΒΕΙΟ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΠΟ ΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ PUBLIC
Όταν µιλάµε για τη ζωή του πατέρα µας, σε ποιο βαθµό µιλάµε για τη δική µας τη ζωή; Πάνω απ’ όλα, σε ποιο βαθµό µιλάµε για τη ζωή όλων των πατέρων του κόσµου, τη ζωή όλων των δυνητικών αναγνωστών µας; Δεν υπάρχει ασφαλής απάντηση σε αυτό το ερώτηµα. Το βέβαιο είναι ότι δεν θα είχε νόηµα η γραφή αυτού του βιβλίου αν ένιωθα πως αφορά µονάχα τον άνθρωπο που γνώρισα. Έχει νόηµα και λόγο ύπαρξης µονάχα αν έχω κατά νου σε κάθε σελίδα ότι αυτή θα είναι µια αφήγηση που θα αφορά τον κάθε άγνωστο, τον κάθε πατέρα και την κάθε µητέρα, τον κάθε γιο και την κάθε κόρη που δεν γνώρισα ποτέ.
Και αν τελικώς η µνήµη δεν είναι άλλο παρά διάσπαρτα νησιά µέσα σε µιαν απέραντη θάλασσα λήθης; Με άλλα λόγια, µήπως είµαστε όσα έχουµε ξεχάσει;
Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής αυτής της αληθινής ιστορίας περνά από το ένα νησί στο άλλο, αναζητώντας άλλοτε σαν αρχαιολόγος και άλλοτε σαν αστρονόµος που παρατηρεί το παρελθόν του σύµπαντος τον άνθρωπο που ήταν ο πατέρας του προτού γίνει πατέρας του, τη χώρα του προτού γίνει χώρα του.
Τι βρίσκει; Οικογενειακά θαµµένα µυστικά, φόνους, τραύµατα που ταξιδεύουν µέσα στον χρόνο, ανολοκλήρωτους έρωτες, εικόνες και λέξεις που στοιχειοθετούν µια ανώµαλη διαδροµή µέσα από την οποία ο αφηγητής προσπαθεί να βρει τις χαµένες συνδέσεις: µε τον εαυτό του, πρωτίστως όµως µε τους άλλους γύρω του.
Τις νύχτες που ξυπνάω ανήσυχος
και δεν µπορώ να ξανακοιµηθώ
–παρήλθαν προ πολλού οι χρόνοι
εκείνοι όπου ο ύπνος µου ήταν
µακρύς και αδιατάρακτος–
τους σκέφτοµαι όλους, σκέφτοµαι
ότι όπως κάποια αστέρια έπαψαν
πεθαίνοντας να αποτελούνται
από ύλη έτσι και οι νεκροί έχουν
πάψει να αποτελούνται από σάρκα,
αίµα, µυς, οστά κι ωστόσο η
απουσία τους, οριστική, καθολική,
αµετάκλητη, είναι συχνά µια
συγκαλυµµένη παρουσία.
Έχουν πάψει να βρίσκονται στο
σπίτι, στη δουλειά, στον πόλεµο,
στον αέρα
είναι απλωµένοι παντού,
σε όλους τους χρόνους
σαν σε µουσείο κέρινων
οµοιωµάτων
όλοι τους στέκονται γύρω µου
ακούνητοι, σιωπηροί, αυστηροί,
κατάχλωµοι και ανέκφραστοι
βλέπω κι εµένα ακίνητο ανάµεσά
τους
πόσο µικρός ήµουν, πόσο µικρός
είµαι ακόµα, πόσο µικρός θα
πεθάνω κι εγώ κάποτε – στο βάθος όσο ηλικιωµένος κι αν
πεθάνεις µικρός πεθαίνεις.