Αυτή είναι η ιστορία των Δικών Μας Παιδιών, των παιδιών που μεγάλωσαν κλεισμένα στα δωμάτιά τους. Ακούν μουσική με ακουστικά, συνθέτουν beats στον υπολογιστή και γράφουν μπάρες στα τετράδιά τους. Έχουν για οικογένεια τους φίλους τους και ζουν τη ζωή τους online.
Αυτή είναι η ιστορία της δικής μας γενιάς, που πιστέψαμε πως θα γίνουμε καλύτεροι από τους γονείς μας. Και τώρα βλέπουμε τα παιδιά μας να μεγαλώνουν, να κάνουν τα λάθη τους, να φεύγουν μπροστά.
Φωνές και ουρλιαχτά στο γήπεδο, στη θύρα με τα θηρία. Αίμα στα πεζοδρόμια. Κρυφοί λογαριασμοί στα σόσιαλ. Συμμαθητές που δαγκώνουν σαν οχιές στα προαύλια των σχολείων. Κορίτσια που κάνουν αγορίστικα πράγματα. Μανάδες που ανησυχούν. Μανάδες που τα παρατούν. Μανάδες με κότσια. Πατεράδες που γίνονται μάνες στα ζόρικα και πατεράδες που δεν είναι εντάξει. Δυο γενιές – και γκρεμός ανάμεσα. Θα έρθει η στιγμή που θα απλώσουν το χέρι;
Αυτή είναι μια ιστορία για όσα ξέρουμε, αλλά και για όσα δεν θα μάθουμε ποτέ. Γιατί κάθε γενιά νομίζει ότι προστατεύει τα παιδιά της. Μα, αν ακούσουμε την ιστορία από την άλλη πλευρά, θα δούμε ότι και τα παιδιά προστατεύουν τους γονείς από όσα δεν θα υποψιαστούν – και ευτυχώς.
Αυτή είναι μια ιστορία για ένα ραπ συγκρότημα, για τα όνειρα που παίρνουν εκδίκηση, για τα παιδιά που έσωσε η μουσική.
Ήταν οι μέρες που βρισκόταν σε ήπια πτήση, βάδιζε λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος, τον διαπερνούσαν σαν ρεύμα οι εικόνες στον δρόμο. Ένιωθε λες και δεν είχε δέρμα. Οι ρίμες αιωρούνταν, έμοιαζαν με κομμένα καλώδια σε στύλο της ΔΕΗ, πετούσαν σπίθες. Κι αυτός περίμενε ώσπου δεν άντεχε άλλο, ώσπου ό,τι έβραζε εντός του τίναζε επιτέλους το καπάκι. Μόνο τότε άνοιγε το μπλοκάκι του. Οι λέξεις γλιστρούσαν κι ο Κωστής σέρφαρε στον ρυθμό τους. Ο πρώτος στίχος ήταν πάντα η σανίδα του, τον οδηγούσε. Όλα του άρεσαν κι ύστερα όλα του βρομούσαν, έγραφε, έσβηνε, ξαναγυρνούσε στα σβησμένα, τη δεύτερη φορά πιο σίγουρος ότι ήταν για πέταμα.
Απόσπασμα από το βιβλίο