Ήσυχη νύχτα… Ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια. Και στη γωνιά του δρόμου κάποιος έπαιζε από νωρίς φυσαρμόνικα.
Δύο κάργιες, σ’ ένα γέρικο κυπαρίσσι, ξενυχτούσαν στολίζοντας τις φωλιές τους με πολύχρωμα γυαλάκια που είχαν μαζέψει από τα σκουπίδια.
«…Τι κάνουν οι άνθρωποι εκεί κάτω κι αντί να στολίζουν τις φωλιές τους τρέχουν συνεχώς… Τι ψάχνουν…» ρώτησε η μία, ενώ καθάριζε με προσοχή τον λαιμό ενός σπασμένου μπουκαλιού.
«Α! Το κομματάκι που λείπει από την ψυχή τους ψάχνουν. Και τρέχουν. Και κολλούν ό,τι βρεθεί στη θέση του προσπαθώντας να παραστήσουν την εικόνα που ονειρεύτηκαν. Και όλο βρίσκουν κάτι παράταιρο. Που δεν κολλάει.
»Και όλο η εικόνα παραμορφώνεται. Και όλο το όνειρο χάνεται. Έτσ’ είναι οι άνθρωποι. Μην ασχολείσαι».
«Κι αυτός εκεί… τόση ώρα στη γωνιά παίζει φυσαρμόνικα».
«Άσ’ τον αυτόν. Μαδά τ’ όνειρό του και ταΐζει τα σκυλιά »Άσ’ τον αυτόν… Μπορεί κάτι να ξέρει παραπάνω… αλλά δεν θα τον ρωτήσει ποτέ κανείς».
Ήσυχη νύχτα. Ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια.
Κι εκεί, στη γωνιά του δρόμου, κάποιος έπαιζε συνέχεια φυσαρμόνικα…