Οι δήμιοι σφράγισαν το δέρμα των δουλοπαροίκων που είχαν επιβιβασθεί με τους τάφους στον ώμο, ένας, ο πιο νεκρός, έπινε όσα καντήλια του άναβαν κι ύστερα έκρυβε το πτώμα του ως την αποβίβαση -αμπάρια βυσσινιά συκώτια των πλοίων-, άλλος χειριζόταν τα δόντια του, έχοντας παρανοήσει μιαν εντολή γέλιου. Ούτως ή άλλως η γομολάστιχα δεν έσβηνε την τρικυμία.
Το “Αγγέλικα” δεν είχε μίμο για να πλεύσει, ούτε και γνώριζε από υλικά για να πλάσει θάλασσα. Οι δούλοι άλλαζαν συνεχώς στομάχια για να αποκρύψουν τον εμετό που περιείχε λαθραίο κινίνο.
Οι εταιρείες θα φόρτωναν όσα νησιά θα ‘βρισκαν μεσοπέλαγα από μουσικά κόκκαλα ή καμιά φωταγωγό καταιγίδα.