“Ήρθα στη ζωή παρά τη θέληση του πατέρα μου. “Ηρώ” ήταν η πρώτη λέξη που ψιθύρισε τρυφερά η μάνα μου, μόλις αντίκρισα τον κόσμο. Από μικρό παιδί φορτώθηκα στους αδύναμους ώμους μου τα απωθημένα όνειρα του πατέρα μου. Όνειρα που δεν επέτρεπαν ανθρώπινες αδυναμίες. Ούτε καν το πρωτόγνωρο σκίρτημα του έρωτα. Όμως εγώ τόλμησα να τον ζήσω”.
Όταν η αλήθεια αποκαλύπτεται, ο πατέρας της εξοργισμένος κλείνει την Ηρώ σε μοναστήρι. Απομονωμένη, προσπαθεί να βρει τον εαυτό της και να σταθεί ξανά στα πόδια της, μέχρι τη στιγμή που συνειδητοποιεί ότι δεν είναι μόνη. Στα σπλάχνα της μεγαλώνει το παιδί του ανθρώπου που την έκανε να νιώσει έστω για λίγο τι σημαίνει αγάπη. Η μόνη λύση είναι να εξαφανιστεί και να ξεκινήσει από την αρχή. Μόνη και με μοναδικό της σύμμαχο τη σιωπή, υπομένει τη σκληρή της μοίρα.
“Έπρεπε να φύγω. Άλλωστε, ποιος υπήρχε δίπλα μου για να με νοιαστεί; Όταν απομακρύνθηκα από ό,τι με κράταγε πίσω, νόμιζα ότι είχα γλιτώσει. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι η ζωή μου τώρα θα ξεκινούσε και η διαδρομή θα ήταν ακόμα πιο δύσκολη”.
Κι εκεί… θα χρειαστεί ο πόνος να χαράξει τις ματωμένες του διαδρομές, μέχρι να γίνει σιωπή. Μια σιωπή από μετάξι, που θα υφάνει το πολύτιμο πέπλο της, ώσπου από την πρώτη χαραμάδα να ξεπηδήσει η ελπίδα για την αληθινή αγάπη… για την αληθινή ζωή…
“Τα όσα πέρασα δεν θέλω ούτε σαν ανάμνηση να τα ξαναζήσω”.