Εφτά διαδρομές στο σύγχρονο Ηράκλειο
“Η γριά Χάιδω, που ζούσε χρόνια σε τούτο το μαγαζί, κρατούσε ένα δίσκο που ’χε πάνω του ένα ποτηράκι κονιάκ, έναν μπακλαβά και μπόλικα ζεστά μπεμπλέκια . «Να ζεσταθείς, κόρη μου. Φάε και πιες να νιώσεις τη ζωή να ξυπνά μέσα σου. Γλυκόπιοτη να ’ναι, τραγανή και με αρώματα γιομάτη…» Άπλωσα το χέρι μου να πιάσω το ποτήρι κι έμειναν όλα μετέωρα… Το φρένο του ποδηλάτου μου πατούσα. Στη μέση του δρόμου είχα βρεθεί και παραλίγο να πατήσω μια γάτα που γρήγορα κι απρόσμενα πετάχτηκε μπροστά μου. Έρημος ήταν και πάλι ο δρόμος… Ψυχή πουθενά. Έψαχνα τα ερείπια της Κιοσκάρας· τίποτα δεν υπήρχε! Σήκωσα πιο ψηλά το φερμουάρ απ’ το μπουφάν μου κι άρχισα γρήγορα πετάλι κατηφορίζοντας στον Λάκκο… Μια ζεστή κανελάδα ήταν ό,τι πρέπει για εκείνη την ώρα. Δεν μπορεί, κάπου θα υπήρχε… Ίσαμε την επόμενη φορά και ιστορία… ” «Εφτά διαδρομές, σαράντα κείμενα, στα σοκάκια της Candia, της Kandiye,του Χάνδακα, του Μεγάλου Κάστρου, του σημερινού Ηρακλείου ανάμεσα στους αιώνες και την Ιστορία με ένα ποδήλατο… Για τους ανθρώπους της πόλης μου –κατοίκους και επισκέπτες– τα έκανα τούτα τα κείμενα βιβλίο. Για να μάθουν, να ψάξουν, να συνειδητοποιήσουν πως η πόλη μας έχει πολλές όμορφες γωνιές και πως η κάθε πέτρα της κρύβει έναν πολύτιμο θησαυρό. Είναι ποτισμένη με πολύ αίμα· είναι περήφανη σαν τους λέοντες που σμίλεψαν κάποτε οι Ενετοί σε όλα τους τα μνημεία· έχει μυρωδιές που δεν φεύγουν όσο κι αν φυσήξουν οι άνεμοι ή περάσουν τα χρόνια – αρκεί να θέλουν τα παιδιά της να τις μυρίσουν. Έχει, και τί δεν έχει! μέσα στις εκκλησιές της, τις κρήνες της, τις Πύλες της, μέσα στα σπλάχνα της, σε κάθε σημείο που το προσπερνούν σχεδόν αδιάφορα…»