Όταν τελειώσεις σχολείο και πανεπιστήμιο, φίλε αναγνώστη, ένας τρόπος υπάρχει να συνεχίσεις την εκπαίδευσή σου: να ξεβολευτείς. Να αφήσεις τον καναπέ και να αρπάξεις σακίδιο, μποτάκια και διαβατήριο. Να αγαπήσεις τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, τις άγνωστες λέξεις, τον ύπνο σε σκηνή, τις παράξενες φάτσες, τις αναπάντεχες συναντήσεις. Να φτάσεις στην εκρηκτική Βενεζουέλα του ετοιμοθάνατου Τσάβες, στη σέξι Κούβα όπου όλα αλλάζουν εκτός από τη λατρεία του Τσε, στην προβιομηχανική Αιθιοπία των κομμένων κλειτορίδων, στο Βιετνάμ όπου ο σκύλος είναι σπουδαίος μεζές, στη Γη του Πυρός όπου ο Δαρβίνος εμπνεύστηκε τη θεωρία του, στη Νέα Ζηλανδία των Μαορί όπου το νερό τρέχει ανάποδα, για να δεις τον κόσμο ανάποδα: όχι μόνο πόλεις, που είναι σκέτη βιτρίνα – για να δεις όλη την αλήθεια, πρέπει να πας και στα χωριά και στα βουνά. Μην τρομάζεις, δεν χρειάζεται να είσαι αθληταράς. Όποιος θέλει να ανεβεί ανεβαίνει.
Εγώ το πρωτόκανα πριν από δεκαέξι χρόνια – θα δεις πώς και γιατί. Αποφάσισα λοιπόν να κλείσω σ’ ένα βιβλίο τις πιο αστείες, μαύρες, απροσδόκητες ιστορίες που με συνάντησαν όσο περπατούσα στα βουνά και στις πόλεις του κόσμου. Είπα να σου διηγηθώ τι έπαθα και τι έμαθα, μήπως την επόμενη φορά έρθεις κι εσύ.