Αυτό το βιβλίο αφηγείται, πάνω απ’ όλα, την ιστορία ενός ανθρώπου που έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στη δυτική Ευρώπη, στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Πλάσμα μοναχικό κατά βάθος, ωστόσο αραιά και που δημιουργούσε κάποιες ανθρώπινες σχέσεις. Βίωσε καιρούς χαλεπούς και ανήσυχους. Η πατρίδα του κατρακυλούσε αργά, αλλά αναπόδραστα, στην οικονομική ζώνη των μισο-πτωχευμένων κρατών. Τα άτομα της γενιάς του, συχνά σημαδεμένα από τη φτώχια και την απογοήτευση, ζούσαν μέσα στη μοναξιά και την πικρία τους. Τα αισθήματα της αγάπης, της τρυφερότητας και της αδελφοσύνης είχαν σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί κι οι σύγχρονοί του, στις αμοιβαίες τους σχέσεις, συχνά συμπεριφέρονταν αδιάφορα, ακόμη και βάναυσα.
Τη στιγμή της εξαφάνισής του, ο Μισέλ Ντζερζίνσκι θεωρείτο αναμφισβήτητα βιολόγος πρώτης σειράς και πολλοί πίστευαν ότι θα έπαιρνε το βραβείο Νόμπελ. Ωστόσο, οι πραγματικές αιτίες της ξεχωριστής του σημασίας έμελλε ν’ αποκαλυφθούν λίγο αργότερα. […]
(απόσπασμα από τον “Πρόλογο” του μυθιστορήματος)