«Ο δον Φρανθίσκο δε Κεβέδο μου έριξε ένα εκφραστικό βλέμμα, που το ερμήνευσα σωστά, κι έτσι σηκώθηκα κι εγώ από το κάθισμά μου για να ακολουθήσω τον κύριό μου. Ειδοποίησέ με αν υπάρξουν προβλήματα, έλεγαν τα μάτια του πίσω από τα κεβεδίστικα γυαλιά του. Δύο σπαθιά είναι καλύτερα από ένα. Έτσι, με συναίσθηση της ευθύνης μου, τακτοποίησα κι εγώ το στιλέτο του ελέους στο πίσω μέρος της ζώνης μου, και πήγα πίσω από τον λοχαγό, διακριτικός σαν ποντικός, ελπίζοντας ότι αυτή τη φορά θα φτάναμε με ηρεμία ως το τέλος της κομεντί. Γιατί θα ήταν πολύ άσχημο να χαλάσουμε την παράσταση του Τίρσο δε Μολίνα.
Μου ήταν βέβαια αδύνατον να φανταστώ μέχρι ποιου σημείου η Μαρία δε Κάστρο θα περιέπλεκε τη ζωή τη δική μου και του κυρίου μου, εκθέτοντάς μας και τους δύο σε σοβαρότατο κίνδυνο· για να μη μιλήσω για την κορόνα του κυρίου μας του βασιλιά, που εκείνες τις ημέρες κρεμόταν στην κυριολεξία από μια κλωστή. Όλα αυτά σκοπεύω να τα διηγηθώ σ’ αυτή τη νέα περιπέτεια, αποδεικνύοντας ότι δεν υπάρχει τρέλα στην οποία να μην μπορεί να πέσει ο άνθρωπος, άβυσσος στην οποία να μην μπορεί να προβάλει, και περιστάσεις τις οποίες να μην μπορεί να εκμεταλλευτεί ο διάβολος όταν υπάρχει στη μέση ωραία γυναίκα».