Έζησε κάποτε ένα κορίτσι που βρέφος εβδοµήντα ηµερών το συνέλαβαν και το έστειλαν εξορία στις Κυκλάδες.
Έζησε κάποτε ένα κορίτσι που –στη διάρκεια της Κατοχής και του Εµφυλίου– η οικογένειά του κόπηκε στα δύο, όµως εκείνο δεν έπαψε στιγµή να αγαπάει κανέναν τους.
Έζησε κάποτε ένα κορίτσι που –όταν γεννήθηκε– ο πατέρας του ήταν «ο ηρωικός αρχηγός των εργατών» και –όταν µεγάλωσε– έγινε «ο προδότης της εργατικής τάξης». Κι ας µην είχε προδώσει τίποτα από ό,τι πίστευε.
Έζησε κάποτε ένα κορίτσι που πέρασε όλη του την εφηβεία στη βαθιά παρανοµία. Κλεισµένο σε ένα σπίτι, µε ψεύτικο όνοµα, χωρίς να πηγαίνει στο σχολείο, χωρίς να κάνει παρέες. Γιατί ήξερε πως, εάν οι Αρχές ανακάλυπταν ποιοι ήταν οι γονείς του, θα τους εκτελούσαν.
Κι όταν επέστρεψε στην ελευθερία, το κορίτσι εκείνο ερωτεύτηκε παράφορα, κόντρα στη θέληση και στην ανοχή της οικογένειάς του.
Το κορίτσι λεγόταν Νίκη. Και ήταν η µάνα µου. (Αυτό όµως έχει τη λιγότερη σηµασία.)
Η ζωή της Νίκης είναι η ζωή όλων των παιδιών που έρχονται στον κόσµο µε ένα βαρύ φορτίο στους ώµους, δεν το απαρνιούνται, ούτε όµως το αφήνουν να τα λυγίσει.
Οι άνθρωποι της «Νίκης» είναι η Ιστορία της Ελλάδας στον 20ό αιώνα.