Στις 28 Δεκέμβρη του 2008, στις τρεις τα χαράματα, ο μεγαλύτερος φόβος μου έγινε πραγματικότητα: κατά το κοινώς λεγόμενον, τρελάθηκα.
Το μυαλό μου –ο κόσμος μου– γκρεμίστηκε και τη θέση του πήρε μια παντοδύναμη ψύχωση, που σαν παράσιτο με ξενιστή τον ίδιο μου τον εαυτό τρεφόταν και θέριευε με τις παρανοϊκές ιδέες που γεννούσε ασταμάτητα: ήμουν ο νέος Δαλάι Λάμα, ο Φύλακας στη σίκαλη, πληρωμένοι δολοφόνοι παραμόνευαν στο κατόπι μου.
Σ’ αυτό μου το παραλήρημα, ολοζώντανο ακόμα στη μνήμη μου, στη σύντομη νοσηλεία μου και στην κατοπινή, θανατερή μου κατάθλιψη, παρέσυρα κι οδήγησα στην απόγνωση όλους τους ανθρώπους της καρδιάς μου, που μ’ έβλεπαν άξαφνα κατακερματισμένο από μιαν ανεξέλεγκτη ψυχική ασθένεια.
Ο ζοφερός Δεκέμβρης του ’08 στη μουδιασμένη Αθήνα. Το ιερό κόκκινο χρώμα. Κι η αυτόχειρας μάνα μου, που χρόνια μετά επιστρέφει από τον Άδη. Στο βιβλίο αυτό έγραψα όλα όσα θυμάμαι, χωρίς ν’ αλλάξω τίποτα και μην κρατώντας τίποτα κρυφό. Γιατί χάρη σ’ αυτές τις αδιανόητες μέρες, κατάφερα, μες στα συντρίμμια του μυαλού μου, να βρω έναν νέο εαυτό και τον δύσκολο δρόμο που οδηγεί στην ψυχική γαλήνη. Κι ενώ η ιστορία μου μοιάζει μοναδική, το τέρας της ψυχικής αρρώστιας και του φόβου που σκορπάει είναι κοινό για όλους μας, όπως και το θηρίο της αγάπης και της κάθε ανθρώπινης δύναμης.
Γιατί η ψυχή μας δεν είναι φτιαγμένη ν’ αρκείται στη δυστυχία.