«Δεν ήταν για σένα, Μενέλαε, η Ελένη…» µου ’χε πει κάποτε ο Οδυσσέας.
«Για κανέναν δεν ήταν. Τέτοια οµορφιά πόσο να την αντέξεις;»
Ακούγονταν πειστικά τα λόγια του. Ότι µε έπνιγε η καλλονή της ή το πένθος της ή η µπερδεµένη, αξεδίψαστη ψυχή της. Έπειθαν. Μα δεν ίσχυαν. Ακούστε τη δική µου αλήθεια.
Την άφησα να φύγει επειδή την αγαπούσα. Και ήξερα, ένιωθα, λαχταρούσα να ξαναρχίσει τη ζωή της αλλιώς. Τι θα πει αγαπάω; Ανάθεµα αν έχετε προφέρει αυτό το ρήµα πέντε φορές σε όλη σας τη ζωή, τις τέσσερις για τη µάνα σας. Το τρέµετε – σας έχουν µάθει να το τρέµετε. Αγαπάω σηµαίνει γίνοµαι εκείνη που αγαπάω. Η µοίρα της δική µου µοίρα. Αν πέθαινε η Ελένη, θα θαβόταν η καρδιά µου. Όταν την είδα να σαλπάρει µε τον Πάρη, φρέσκος αέρας, δροσερός, φύσηξε εντός µου.
«Σου άρπαξε τη γυναίκα το κωλόπαιδο!» Καγχάζω. Μου ανήκε η Ελένη; Δε µας ανήκει τίποτα – το παρελθόν; το µέλλον; ό,τι µπορούµε να αγκαλιάσουµε ή να κουβαλήσουµε στην πλάτη µας; όχι! τίποτα, τίποτα! Τη στιγµή µόνο έχουµε. Και για να µη µας φύγει, τη λιώνουµε µες στην παλάµη µας. Εγώ δεν την έλιωσα τη στιγµή. Την άφησα να φτερουγίσει. Μακριά µου.
Η ιστορία µας βάφτηκε στο αίµα και στο ψέµα. Συνέβησαν όλα διαφορετικά από ό,τι τα έχετε ακούσει, συνέβησαν πάντως και θα ξανασυµβούν χίλιες χιλιάδες φορές ως τη συντέλεια του κόσµου – και λοιπόν; Βρίσκετε τίποτα ωραίο σε αυτά;
Ωραίο ήταν το δειλινό που το ’σκασε η Ελένη µε τον Μενέλαο. Ωραίο ήταν το χάραµα που ανοίχτηκε στο πέλαγος µε τον Πάρη. Παραδοµένη στη θεϊκή χαρά της. Εγκαταλείποντας τα πάντα πίσω της. Αυτό θα έπρεπε να ψάλλουν οι αοιδοί.