[Inferno, XIII]
Με το θάνατο ανοίγει η ψυχή
πέφτουν τα σπόρια της στη γη
τα παίρνει ο άνεμος μακριά και τα σκορπίζει
τα καίει ο ήλιος κι η βροχή τα μαλακώνει
και τα τρώνε τα πουλιά
κι ένα στον κάτω κόσμο φτάνει και φυτρώνει
Στο σκοτεινό το δάσος το απέραντο βλασταίνει
που δεν το φτάνει φως κι ο ήλιος δεν το βλέπει
στα δέντρα ανάμεσα που βλάστησαν τα σπόρια των ψυχών
που σείονται χωρίς αέρα
Στον πάνω κόσμο ακούεται το θρόισμα
σαν άηχος παλμός στων ζωντανών τα σπλάχνα
Από τις Σπουδές στη Θεία Κωμωδία
***
Χωρίς εσένα η θεότητα θα ήτανε βουβή
σαν μαύρη τρύπα
κλεισμένη μες στον άπειρο εαυτό της
Κι εμείς
άγγελοι κι άνθρωποι
θα ήμασταν αγνώριστοι
χωρίς την οικειότητα με το άγνωστο
απ’ όπου έρχεται το νόημα σε μας
Μας προφυλάσσεις
απ’ την παραφροσύνη και την άνοια
μας ευλογείς να πορευόμαστε
ανάμεσα στη μία και την άλλη
Μέγας είσαι κύριε
Δικαίως εκρίθης
εκκαθαριστής
ουρανού και γης
Από τις Σπουδές στον Χαμένο Παράδεισο