Στις 16 Δεκεμβρίου του 1944, ο Χίτλερ “έπαιξε το τελευταίο του χαρτί” στα χιονισμένα δάση και φαράγγια των Αρδεννών. Πίστευε πως μια ταχεία γερμανική προέλαση μέχρι την Αμβέρσα θα κατόρθωνε να διασπάσει τις δυνάμεις των Συμμάχων και, ακολούθως, να υποχρεώσει τους Καναδούς και τους Βρετανούς να εγκαταλείψουν τον πόλεμο. Παρόλο που οι στρατηγοί του είχαν αμφιβολίες για την επιτυχή έκβαση της επιχείρησης, οι νεότεροι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί λαχταρούσαν να πιστέψουν πως τα σπίτια τους και οι οικογένειές τους μπορούσαν να γλιτώσουν από την εκδικητική μανία του Κόκκινου Στρατού, ο οποίος προσέγγιζε τη χώρα τους εξ ανατολών. Πολλοί Γερμανοί είχαν ενθουσιαστεί με την ιδέα μιας αντεπίθεσης. Η επίθεση στις Αρδέννες, στην οποία ενεπλάκησαν ένα εκατομμύριο και πλέον άνδρες, αποτέλεσε τη σημαντικότερη μάχη του πολέμου στη Δυτική Ευρώπη.
Οι Σύμμαχοι, που κατελήφθησαν εξαπίνης, βρέθηκαν ξαφνικά αντιμέτωποι με δυο τεθωρακισμένες στρατιές. Οι Βέλγοι πολίτες εγκατέλειψαν τα σπίτια τους επειδή φοβούνταν ευλόγως ενδεχόμενα αντίποινα από γερμανικής πλευράς. Επικράτησε πανικός ακόμη και στο Παρίσι. Πολλοί Αμερικανοί στρατιώτες τράπηκαν σε φυγή ή παραδόθηκαν, άλλοι, όμως, προέβαλαν ηρωική αντίσταση, δημιουργώντας έναν κυματοθραύστη που επιβράδυνε την προέλαση των γερμανικών δυνάμεων.
Ο δριμύς χειμώνας και η σφοδρότητα των συγκρούσεων διαμόρφωσαν ένα σκηνικό που θα μπορούσε να συγκριθεί με εκείνο στο Ανατολικό Μέτωπο. Έπειτα από τις μαζικές εκτελέσεις που διέπραξαν οι άνδρες των Waffen-SS, οι Αμερικανοί στρατηγοί έδωσαν το πράσινο φως για την εν ψυχρώ εκτέλεση Γερμανών αιχμαλώτων. Η Μάχη των Αρδεννών ήταν εκείνη η πολεμική αναμέτρηση που επέφερε τελικά την καταστροφή της Βέρμαχτ.