Κάτω από τους δρόμους του Λονδίνου, κάτω από τον κόσμο τον χειροπιαστό του Εδώ και του Τώρα, υπάρχει κι ένας κόσμος άγνωστος, απέραντος, μυστικός, σκοτεινός, ανείπωτος: ο κόσμος του Ποτέ και Πουθενά. Τον κατοικούνε τέρατα και άγγελοι, καλόγεροι και φονιάδες, κυνηγοί και θηρία, ληστές κι αγαθούληδες, τυχοδιώκτες και πρόβατα. Είναι γεμάτος τρομακτικές αβύσσους και παλάτια που φτάνουν ως το κέντρο της γης. Και μόνο όσοι στ’ αλήθεια δεν έχουν τίποτα, όσοι γλιστράνε και πέφτουν από τις ρωγμές του “πραγματικού” κόσμου, μπορούν να περνάνε από τον έναν κόσμο στον άλλον: τα ποντίκια των υπονόμων, οι άστεγοι, οι φυγάδες, οι τρελοί.
Ο Ρίτσαρντ ζει μια τακτοποιημένη, μετρημένη ζωή στον Πάνω Κόσμο της Πραγματικότητας, όταν μια και μόνη ανθρώπινη στιγμή, μια στιγμή καλοσύνης, θα τον βυθίσει σ’ έναν κόσμο κάτω από τον κόσμο, σ’ έναν χρόνο έξω από τον χρόνο, σ’ έναν λαβύρινθο απέραντο, που οι δρόμοι του χάνονται στο απόλυτο σκοτάδι ή στο απόλυτο κακό, για ν’ αναδυθούν ξανά εκεί που κανείς δεν τους περιμένει. Βρίσκεται παγιδευμένος στο Ποτέ και Πουθενά – και σε μια περιπέτεια που τινάζει στον αέρα κάθε έννοια τόπου, χρόνου και τάξης, όπως τα ήξερε μέχρι τότε στη ζωή του.
“Η ανάγνωση του “Ποτέ και πουθενά” φαίνεται περισσότερο σαν μια ιδιωτική συνομιλία μεταξύ φίλων, με τον Neil Gaiman στην καλύτερη συγγραφική στιγμή του.” Publishers Weekly