“Ο μπαμπάς μ’ έπιασε από τους ώμους κι έγινε κατακόκκινος. ‘‘Μη φορέσεις ποτέ ξανά γυναικεία ρούχα, ακούς τι σου λέω; Ακούς τι σου λέω, Γκίγε;’’ Και είπε: ‘‘Την επόμενη φορά που θα σ’ ακούσω να λες μπροστά στους θείους ότι όταν μεγαλώσεις θέλεις να γίνεις Μαίρη Πόππινς, σου τ’ ορκίζομαι ότι… σου τ’ ορκίζομαι ότι…’’”.
Ο Γκίγε δίνει την εικόνα ενός παιδιού χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Δείχνει ευτυχισμένος, είναι επιμελής και φρόνιμος μαθητής της Δ΄ δημοτικού και κάνει πολύ στενή παρέα με μια συμμαθήτριά του από το Πακιστάν, τη Ναζία. Η μαμά του Γκίγε εργάζεται στο Ντουμπάι και είναι εντελώς απούσα, ο μπαμπάς του έχει προσφάτως βγει στην ανεργία, και ο μικρός -που δεν μιλάει για τη μητέρα του- έχει ως μοναδικό πρότυπο τη Μαίρη Πόππινς. Η δασκάλα του αρχίζει να διαισθάνεται πως κάτι δεν πάει και τόσο καλά. Πιστεύει πως η εξάρτησή του από την -εξιδανικευμένη στη φαντασία του μικρού- Μαίρη Πόππινς είναι μόνον η ορατή κορυφή ενός παγόβουνου, και ζητά τη βοήθεια της ψυχολόγου του σχολείου. Με τη σειρά της, η ψυχολόγος ζητά από τον Γκίγε να της ζωγραφίσει κάποιες εικόνες από την καθημερινότητά του, κι έτσι απλώνονται μπροστά της τα κομμάτια ενός πολύ σύνθετου παζλ…