Πορεύονται οι άνθρωποι. Άλλοτε ως χάρτινα καραβάκια σε ορμητικά νερά κι άλλοτε με ανοιχτά, μεγάλα φτερά ως αετοί. Γεμίζουν φως, τραύματα, ρωγμές.
Οι ήρωες στις ιστορίες αυτές έρχονται αντιμέτωποι με το θάνατο και καίγονται όπως οι πεταλούδες στο φως το δυνατό. Άλλες όμως φορές καταφέρνουν και περνούν απέναντι, γεμάτοι σοφία, αγάπη και μια γλύκα στα ψιχαλισμένα μάτια τους.
Απλώνουν τα χέρια τους προσπαθώντας από κάπου να κρατηθούν. Αγκαλιάζουν τον έρωτα, έστω αν τις περισσότερες φορές είναι αδιέξοδος, απέλπιδος. Πασπαλίζονται με τη σκόνη του τη χρυσή και κινούν ενάντια στη φθορά, στις συμβάσεις και στα πρέπει. Αν τους συναντήσουμε το δείλι, εύκολα τους ξεχωρίζουμε από ένα παράξενο χαμόγελο, ένα ιδιαίτερο φως.
Φορτωμένοι αντίο, θρυμματισμένοι, διπλώνουν και ξαναδιπλώνουν τα λευκά τους μαντίλια, πονούν, μα συνεχίζουν να πορεύονται μοναδικά όμορφοι, κολλώντας τις ρωγμές τους με την κόλλα τη χρυσή.
Στη συλλογή διηγημάτων Μέρες ντυμένες αντίο, ο πρωτοεμφανιζόμενος Νάσος Καραστάθης υφαίνει ένα μοναδικό ψηφιδωτό χαρακτήρων και καταστάσεων, σε τόπους ξεχασμένους μα και ταυτόχρονα βαθιά εγγεγραμμένους στη συλλογική μνήμη. Ο έρωτας συναντά την απώλεια, και οι ήρωες των ιστοριών του μετεωρίζονται ανάμεσα στο ανυποχώρητο καθήκον και τη μύχια επιθυμία. Το μοναδικό ύφος του Καραστάθη καθιστά το ντεμπούτο του απαραίτητο και διαχρονικό ανάγνωσμα για όσους αναζητούν έναν άξιο συνεχιστή της παρακαταθήκης των μεγάλων δασκάλων της ελληνικής λογοτεχνίας.