Το 1973 ο καθηγητής Φιλοσοφίας και φιλόσοφος Ντήτερ Χένριχ, αναγνωρισμένος ήδη για την έρευνά του στον Καντ, τον Φίχτε, τον Χαίλντερλιν και τον Χέγκελ, ιδίως με τις δημοσιεύσεις του γύρω από τα προβλήματα της αυτοσυνείδησης, κλήθηκε να παραδώσει στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ μια σειρά διαλέξεων για την περίοδο της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας (1781-1844). Οι 21 αυτές διαλέξεις, οι οποίες εκδόθηκαν δύο δεκαετίες αργότερα με τη φροντίδα του Ντέιβιντ Πατσίνι, αποτέλεσαν και αποτελούν σταθμό στην εξοικείωση της “αγγλοσαξονικής” με την “ηπειρωτική” παράδοση της φιλοσοφίας, στην ανάπτυξη ενός διαλόγου μεταξύ τους, καθώς και μια διεισδυτική εισαγωγή στις μεταπτώσεις του γερμανικού ιδεαλισμού.
Στην πορεία από τον Καντ στον Χέγκελ ο Χένριχ διακρίνει τρεις διακριτές θέσεις: τη θέση του Καντ, τη θέση του ύστερου Φίχτε και τη θέση του Χέγκελ. Υπογραμμίζει ότι δεν υφίσταται μεταξύ τους μια γραμμική πορεία βελτίωσης, αλλά ότι πρόκειται για θέσεις ισοδύναμες και ανταγωνιστικές, ότι και οι τρεις παραμένουν ανοιχτές στον γόνιμο φιλοσοφικό διάλογο, ότι η καθεμία έχει τα δικά της φιλοσοφικά ερείσματα και δεν μπορούν να αναχθούν η μία στην άλλη. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο επέλεξε να τιτλοφορήσει το βιβλίο Μεταξύ Καντ και Χέγκελ, και όχι “Από τον Καντ στον Χέγκελ”, τίτλος που θα υπονοούσε μια αναγκαία κίνηση από τον πρώτο στον δεύτερο στοχαστή.
Περιγράφοντας την πορεία αυτή, ο Χένριχ αναλύει τη σχέση ανάμεσα στο φιλοσοφικό σύστημα του Καντ και στον ιδεαλισμό που το διαδέχτηκε, επιχειρεί να προσδιορίσει με ακρίβεια τις σχέσεις ανάμεσα στους ιδεαλιστές φωτίζοντας τις μείζονες διενέξεις που ξέσπασαν μεταξύ μαθητών και δασκάλων (όπως οι διαμάχες μεταξύ του Φίχτε και των καντιανών, μεταξύ του Φίχτε και του Σέλλινγκ και μεταξύ του Χέγκελ και του Σέλλινγκ), αλλά και να δώσει απάντηση στο ερώτημα τι ακριβώς συνέβη τη στιγμή που η ιδεαλιστική φιλοσοφία κατέρρευσε και τη θέση της κατέλαβαν ο υπαρξισμός και ο μαρξισμός.