«…Μυκήνες! Ξένε, κλάψε… Αν θέλεις να προσευχηθείς, δεν υπάρχει βωμός. Όλα είναι θρύψαλα, λιωμένα κάτω απ’ το ασήκωτο πέλμα του καιρού. Κι όμως… τον παλιό κείνο καιρό όλα ήταν ολόρθα.
Οι σπασμένες υδρίες ήταν κάποτε ξεχειλισμένες από μελίκρατο και νέκταρ. Τούτες οι κολόνες κρατούσαν στα κεφάλια τους τον ουρανό της σοφίας! Ύστερα οι Έλληνες μπούχτισαν, μέθυσαν απ’ τη γνώση και τη λάμψη και τα ’σπασαν όλα, τα ’καναν συντρίμματα! Απ’ την πολλή λάμψη τυφλώθηκαν.
Αν θέλεις να δεις Μυκήνες, φλογερέ προσκυνητή, σκύψε. Η πόλη είναι βουλιαγμένη. Η Μυκήνα είναι υπογειούπολη. Ευλογία στα χώματα που τη φύλαξαν απ’ τους ανθρώπους της κι απ’ τη μανία της καταστροφής τους».
Καθώς οι εβένινες νύχτες εναλλάσσονται με τις φεγγαρόλουστες, το λυρικό αυτό μυθιστόρημα μας ωθεί να ακολουθήσουμε τον συγγραφέα στις αναζητήσεις του στους μυχούς της αισθηματικής ζωής. Όμως η λύτρωση θα έρθει πολύ αργότερα, στον επίλογό του, όταν ο ίδιος θα καταλήξει πως η ευτυχία η δική σου δεν είναι ίσως παρά ο τρόπος για να δώσεις λίγη ευτυχία στους άλλους. Αυτό το συναρπαστικό έργο, που ο ίδιος το χαρακτηρίζει μυθοφαντασία, είναι το επιστέγασμα μιας ολόκληρης περιόδου για τον Λουντέμη, ο οποίος εισέρχεται ύστερα στη δεύτερη και μακρύτερη περίοδό του, σημαδεμένη από την Αντίσταση και τα κατοπινά του μαρτύρια.