Τον είχε αγαπήσει τον Ηρακλή. Τον είχε αγαπήσει βαθιά και ήθελε μονάχα εκείνο το συναίσθημα να κρατήσει μέσα της. Να πάρει ένα σφουγγάρι και αν ήταν δυνατόν να σβήσει όλα τα υπόλοιπα. Πώς γίνεται, σκεφτόταν, δυο άνθρωποι που αγαπήθηκαν τόσο πολύ να φτάσουν στο σημείο να επιθυμεί ο ένας την ανυπαρξία του άλλου και μάλιστα με όποιον τρόπο και με όποιο τίμημα; Μήπως δεν έπρεπε να παντρευτούν ποτέ; Μήπως έπρεπε να συνεχίσουν να συναντιούνται κλεφτά και παράνομα κάτω στο λιμανάκι του Κόρφου, όπως τον πρώτο καιρό της γνωριμίας τους; Πόσο αθώα, πόσο ιδανικά φάνταζαν όλα τότε! Τότε έβλεπε μονάχα τα λουλούδια από τις φραγκοσυκιές που ήταν ακροβολισμένες στα βράχια. Ύστερα άρχισε να βλέπει και τα αγκάθια, και ακόμη πιο μετά μονάχα τ’ αγκάθια.
Ο Χρήστος Γ. Φλουρής γεννήθηκε στο Ρέθυμνο της Κρήτης. Τελείωσε το δημοτικό στο χωριό του, τη Θεοδώρα, και το γυμνάσιο και το λύκειο στο Πέραμα Μυλοποτάμου. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Ρεθύμνου και στη συνέχεια εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στο Instituto Universitario Orientale στη Νάπολη της Ιταλίας. Ζει στη Σπάρτη, είναι παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών.