Άρρωστος στο νοσοκομείο, ο Μιχάλης Δανιήλ αποκάλυψε στην Έλενα, τη νεαρή νοσοκόμα που καθόταν πλάι του, μία τοποθεσία κι ένα θλιβερό μυστικό. «Απλώς δε θα πας μέρα με βροχή…» της είπε.
Μετά πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να βγάζει από μέσα του λόγια που τα είχε θαμμένα χρόνια, θαρρείς… Μιλούσε ασταμάτητα, κι όλη την ώρα φανταζόταν τον εαυτό του σκληρό, να κοιτάει τη ζωή μετανιωμένος. Και ήταν κρίμα, καθώς την αλήθεια εκείνης της σημαντικότερης, της τελευταίας μέρας δε θα τη μάθαινε ποτέ. Αν είχε σταθεί τότε να ακούσει τα λόγια της Όλγας, όλη η ζωή του θα είχε αλλιώτικη πορεία.
Ύστερα από μέρες, η Έλενα, τρελή από αγωνία, τον έψαξε στον ίδιο θάλαμο, στο ίδιο κρεβάτι να του πει τα νέα. Ήταν, όμως, αργά… Ο Μιχάλης Δανιήλ είχε ξοφλήσει τους λογαριασμούς του με τη ζωή.
Μια προδοσία στα σκοτεινά χρόνια της Κατοχής, ένας ανεκπλήρωτος έρωτας, μια μεγάλη αδικία, ένας κατ’ εξακολούθηση βιασμός μιας κωφής γυναίκας και, έπειτα από χρόνια, κάποιοι θάνατοι που συνδέονται με αναπάντητα ερωτήματα θα χτίσουν μια ιστορία συνηθισμένη και περίπλοκη, από αυτές που υφαίνει η μοίρα, αδιαφορώντας για τα όνειρα και τις επιθυμίες των ανθρώπων.