Συναγμένοι πίσω απ’ το τείχος, καρτερούν με το όπλο στο χέρι, με την ψυχή στο στόμα. Άντρες και γυναίκες όμοια ντυμένοι με φουστανέλες και σελαχλίκια, τα παιδιά λαιμαριές κρεμασμένες απάνω στα κορμιά τους σαν τάματα σε εικονίσματα, ναρκωμένα απ’ το αφιόνι.
Μόλις το φεγγάρι χάνεται στα διαβατάρικα σύγνεφα, το πρόσταγμα των καπεταναίων ακούγεται σ’ όλη τη φάλαγγα σαν πνιχτικό ψιθύρισμα. Αγωνιστές και γυναικόπαιδα κινούν για τη μεγάλη Έξοδο διαβαίνοντας σιωπηρά την πύλη. Κάποιοι γέρνουν και φιλούν το χιλιοτρυπημένο απ’ τα βόλια τείχος, κάποιοι άλλοι το ανασκαμμένο απ’ τις μπόμπες χώμα. Τα ραίνουν, τα ποτίζουν με τα σεβαστικά τους δάκρυα.
«Αχ, Μισολόγγι, που σ’ αφήνουμε… Αχ, αίματα που σε ποτίσαμε άδικα…»
Στη Χίο, στα Ψαρά, στο Μεσολόγγι…
Από ολοκαύτωμα σε ολοκαύτωμα τραβάει ο λαός μας, που πολεμάει ν’ αντιγυρίσει τη σκλάβα μοίρα του, ματοβαμμένος μ’ ακόμη ορθός. Συνάμα, πλάι στο λαμπρό μεγαλείο του αγώνα, στέκει η σκοτεινιά της μνησικακίας και της ιδιοτέλειας που φέρνει αδερφοσκοτωμό.
Η Δέσπω, η Αργυρώ, ο Νικόλας, ο Στέφανος, η Λενίτσα, ο Γιωργάκης, η Μαλαμή, ο γερο-Καψάλης, άγιες ψυχές σε τούτο τον ματωμένο κόσμο, ανασαίνουν με βια κι αγωνίζονται με νύχια και δόντια ν’ ανταμώσουν λευτεριά και λύτρωση.
Σε τούτο ή τον άλλο κόσμο.