Είναι δώδεκα χρονών. Κοιτάζει τον κόσμο γύρω του και δεν καταλαβαίνει…
Δεν καταλαβαίνει, για παράδειγμα, γιατί δεν πρέπει να τρέχει και να λαχανιάζει, ή γιατί δεν τον αφήνουν να κάνει ποδήλατο.
Δεν καταλαβαίνει επίσης γιατί τρελαίνονται οι άνθρωποι για ποδόσφαιρο, ή πώς είναι δυνατόν να πιστεύουν στον κεραυνοβόλο έρωτα.
Δεν καταλαβαίνει καθόλου τη συμπεριφορά των συμμαθητών του και τις περίεργες ερωτήσεις που του κάνουν οι γονείς τους.
Δεν καταλαβαίνει επίσης τα κινέζικα που λένε οι γιατροί κι οι νοσοκόμες πάνω απ’ το κεφάλι του· όσο γι’ αυτά που λένε οι καθηγητές του στο σχολείο… αυτά δεν θέλει να τα καταλάβει.
Γιατί δεν θέλει να ξεχάσει! Ούτε και να γίνει άνθρωπος μια μέρα θέλει, όπως τον απειλούν πως θα συμβεί ο Θορν κι η Ρέινα, που παριστάνουν τους γονείς του.
Θέλει να μείνει εξωγήινος και να γυρίσει μια μέρα στον πλανήτη του, τον πλανήτη Μάρφαν, πριν του συμβεί τίποτε απ’ αυτά τα παράλογα που σου τυχαίνουν όλη την ώρα στη Γη… Πριν έρθει, ας πούμε, ο διαιτητής και –φταις δεν φταις– σου βγάλει την κόκκινη κάρτα και σε πετάξει έξω απ’ το παιχνίδι.
[…] ο Ζίγκι είναι η ολοζώντανη φωνή ενός εντελώς πραγματικού παιδιού: φωνή όχι κάποιου μικρομέγαλου, που σχηματίστηκε κατά παραχώρηση στο εργαστήριο μιας ενήλικης οπτικής, αλλά ενός αυθεντικού πιτσιρικά, που υπό μία έννοια (την έννοια της πλαστικής του φαντασίας) έχει μετατρέψει τη ζωή του σε τέχνη…
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Ο τρόπος που ο μικρός παρερμηνεύει αδιάκοπα την πραγματικότητα για να τροφοδοτήσει την παράλογη πίστη του αποτελεί διασκεδαστική πηγή χιούμορ και ταυτοχρόνως υποδηλώνει τη σπαρακτική αποξένωση του ήρωα προς όσους τον περιβάλλουν: ό,τι στην αρχή μοιάζει με παιχνίδι στο τέλος θα αποδειχθεί δράμα.
Ελισάβετ Κοτζιά, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ