Όπως γράφτηκε μετά τον θάνατό του, «ο Fitzgerald ήταν καλύτερος από ό,τι μπόρεσε να συνειδητοποιήσει πότε ο ίδιος γιατί, ουσιαστικά και μεταφορικά, επινόησε μια γενιά…». Εκπρόσωποι αυτής της χαμένης γενιάς του Μεσοπολέμου, ο Ντικ και η Νικόλ Ντάιβερ, πλούσιοι, όμορφοι, ευφυείς, δίνουν πάρτι μυθικά, δημιουργούν απερίγραπτη ατμόσφαιρα για τους φίλους τους, είναι αφάνταστα ελκυστικοί. Ζουν μια φαινομενικά ανέμελη ζωή πλούτου και περιηγήσεων. Και όμως πίσω από την αστραφτερή επιφάνεια κρύβουν εκείνη ένα μυστικό κι αυτός μια αδυναμία. Κατευθύνονται προς τους βράχους πάνω στους οποίους θα συντριβεί η ζωή τους και μόνον ο ένας από τους δυο επιζεί πραγματικά. Ιστορία τρυφερή αλλά και δυνατή, ένας κόσμος ολέθριας ευημερίας και λεηλατημένου ιδεαλισμού.
Το γράψιμο του Fitzgerald είναι τόσο φυσικό, όσο το σχήμα που αφήνουν στη σκόνη τα φτερά μιας πεταλούδας.
Ernest Hemingway
Η ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Την Πρωτομαγιά 1925, τρεις εβδομάδες μετά την κυκλοφορία του Υπέροχου Γκάτσμπυ, ο Fitzgerald έγραφε στην εκδότη του για το νέο του μυθιστόρημα: «Είναι κάτι αληθινά νέο στη μορφή, την ιδέα, τη δομή – για την εποχή μας, αυτό το πρότυπο που αναζητούν ο Joyce και η Stein και που δεν το βρήκε ο Κόνραντ». Η συγγραφή του πέρασε έπειτα από σαράντα κύματα – η κατάρρευση της Zelda το ’30 κι ο εγκλεισμός της σε κλινική στην Ελβετία, το ταξίδι της επιστροφής των Fitzgerald στην Αμερική το ’31, η υποτροπή της Zelda, ο εκ νέου εγκλεισμός της σε κλινική. Το μυθιστόρημα εκδόθηκε σε συνέχειες και, με αναθεωρήσεις και περικοπές, σε μορφή βιβλίου τον Απρίλη του 1934 και χάρισε στον συγγραφέα του τον τίτλο του σύγχρονου Ορφέα.