Το όνομά μου είναι Έλιοτ Τσέις και θα σας πω μια ιστορία που δεν μοιάζει με καμία άλλη.
Είναι μια ιστορία για έναν φόνο.
Ή ίσως αυτό δεν είναι εντελώς αλήθεια.
Γιατί ουσιαστικά είναι μια ιστορία για την αγάπη, έτσι δεν είναι;
Η Λάνα Φάραρ, πρώην σταρ του κινηματογράφου, προσκαλεί κάθε χρόνο τους πιο στενούς της φίλους να περάσουν τις διακοπές του Πάσχα στο ειδυλλιακό ιδιωτικό της νησί στην Ελλάδα.
Φέτος όμως η παρέα βρίσκεται παγιδευμένη στο νησί εξαιτίας του ανέμου, που οι ντόπιοι ονομάζουν «μένος».
Κι ενώ οι εφτά φίλοι περνούν τις μέρες τους διασκεδάζοντας, έρχεται μια νύχτα που καταλήγει στον θάνατο του ενός.
Μόνο ένας από τους υπόλοιπους έξι μπορεί να είναι ο υπαίτιος.
Τι κρύβεται πίσω από τις παλιές φιλίες; Τι κίνητρο μπορεί να είχε ο δράστης;
Ένα μυστήριο γεμάτο ανατροπές και εκπλήξεις, που καταλήγει σε μια αξέχαστη κορύφωση.
Μπορεί να νομίζετε ότι ξέρετε τι έχει συμβεί. Όμως κάνετε λάθος…
Ένα φανταστικό νέο θρίλερ από τον Alex Michaelides, τον διεθνή βραβευμένο συγγραφέα best sellers.
Ποτέ μην ξεκινάς ένα βιβλίο μιλώντας για τον καιρό.
Ποιος το είπε αυτό; Δεν θυμάμαι – μάλλον κάποιος διάσημος συγγραφέας.
Όποιος κι αν ήταν, δίκιο είχε.
Ο καιρός είναι βαρετός. Κανείς δεν θέλει να διαβάσει για τον καιρό, ειδικά στην Αγγλία, όπου κάνουμε τόσες συζητήσεις γι’ αυτόν. Οι άνθρωποι θέλουν να διαβάσουν για ανθρώπους – και γενικά, σύμφωνα με την εμπειρία μου, πηδάνε τις παραγράφους με τις περιγραφές.
Είναι καλή συμβουλή να αποφεύγεις να μιλάς για τον καιρό – και τώρα την αγνοώ υπ’ ευθύνη μου. Μια εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα, ελπίζω. Μην ανησυχείτε, η ιστορία μου δεν λαμβάνει χώρα στην Αγγλία, επομένως δεν μιλάω για βροχή εδώ. Τραβάω μια κόκκινη γραμμή στη βροχή – κανένα απολύτως βιβλίο δεν πρέπει να ξεκινάει ποτέ με βροχή. Χωρίς καμία εξαίρεση.
Μιλάω για άνεμο. Για τον άνεμο που στροβιλίζεται στα ελληνικά νησιά. Τον άγριο, απρόβλεπτο ελληνικό άνεμο. Έναν άνεμο που σε τρελαίνει.
Ο άνεμος ήταν σφοδρός εκείνο το βράδυ – το βράδυ του φόνου. Ήταν δυνατός, μανιασμένος – έπεφτε με ορμή πάνω στα δέντρα, σάρωνε τα μονοπάτια, σφύριζε, μοιρολογούσε, άρπαζε όλους τους άλλους ήχους και το ’βαζε γρήγορα στα πόδια.