Οκτώ και μισή, βράδυ, μήνας Ιούνιος. Έβραζαν στο Παγκράτι πενθώντας πάφαπούφα το δικαίωμα εις το εργάζεσθαι και το φιλείν. Σαλονάκι ευάερο, μα αέρας ούτε για φου. Ένα κλιματιστικό της ύστερης αρχαιότητος ανάδευε τον καπνό, παραιτημένο οιασδήποτε άλλης φιλοδοξίας. Μια βρύση κάπου στο βάθος – δεν ακουγόταν μα σίγουρα έσταζε. Ολόκληρο το Παγκράτι ήταν μια έκθεση χαλασμένων υδραυλικών εκείνο τον μήνα, λες κι οι βαλβίδες της περιοχής είχαν εγκαταλείψει ομοθυμαδόν την προσπάθεια. Έσταζαν και πλημμύριζαν χωρίς καμιάν εγκράτεια, και δεν είχε μπει ακόμα Ιούλιος. Καύσων ο αθηναϊκός – αχνίζαν τα τσιμέντα μέσα έξω, μα τα νερά νερά. Ξεχείλιζαν στα μωσαϊκά τα λεκανάκια των Επειγόντων – κανείς δεν ασχολούνταν με τη βλάβη. Όλο έλεγαν «αύριο», «να ηρεμήσω πρώτα», κάποιοι «τον άλλο μήνα φεύγουμε», «κανείς να το φροντίσει;». Η Έρση: «Mόνο τη νύχτα ακούγεται, σιγά».
Καλοκαίρι αυτό που πέρασε κι αυτό που θα ’ρθει. Αθήνα? η πόλη που στενεύει μέρα τη μέρα. Πέντε άνθρωποι καθηλωμένοι στους δρόμους της, στις μνήμες τους, σε όσα έγιναν και σε όσα δε θα γίνουν? σώματα που πέφτουν σωρηδόν στην άσφαλτο και το ένα μέσα στ’ άλλο. Ανάμεσά τους, μια γερασμένη χελώνα παρακολουθεί βουβή την ατελείωτη παρέλαση των ανθρώπων που έχουν ήδη εξαντληθεί, μα συνεχίζουν να πορεύονται για χάρη των άλλων. Ή χάρη ακριβώς σ’ εκείνους.