Ο Πάκο, ο αστυνόμος που γνωρίσαμε στο Μαύρο Αλγέρι, την “Κόκκινη Μασσαλία” και το “Παρίσι Μπλουζ”, έχει πια εγκαταλείψει την αστυνομία και εργάζεται ως δικαστικός συντάκτης και κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα ‘Le Provencal’. Η γυναίκα του η Ιρέν, από την πλευρά της, συνεχίζει με επιτυχία τις δραστηριότητές της στο κατάστημα με καπέλα που διατηρεί. Τη γαλήνια ζωή τους θα ταράξει ένα πανικόβλητο τηλεφώνημα από τον παλιό συνεργάτη του, τον Κουπί. Μια έκκληση για βοήθεια, την οποία ο Πάκο δεν μπορεί να αγνοήσει. Παίρνει αμέσως το αεροπλάνο για τη Γουαδελούπη. Στον Κουπί, εκείνος και η Ιρέν, χρωστούν τη ζωή τους.
Ο Κουπί έχει καταφύγει στην Καραϊβική, στις Γαλλικές Αντίλλες, με τη σύντροφό του την Εύα. Βυθισμένος στο αλκοόλ, εργάζεται ως νυχτοφύλακας και γίνεται μάρτυρας μιας δολοφονίας, στην οποία κινδυνεύει να εμπλακεί και ο ίδιος. Εδώ, η Γουαδελούπη δεν έχει τίποτα το εξωτικό. Βρισκόμαστε μακριά από τις παραδεισένιες ακτές, μπλεγμένοι σε ένα σκοτεινό σύμπαν που περιλαμβάνει φόνους διακεκριμένων προσωπικοτήτων, πολιτικο-οικονομική διαπλοκή, φιλόδοξες γυναίκες, λαθρεμπόριο κάθε είδους, και μαύρη μαγεία, σε μια περιοχή όπου η αποικιοκρατία δίνει τη θέση της σε νεοαποικιακές πρακτικές.
Ο Αττιά, για μία ακόμα φορά, συνδέει αριστοτεχνικά την αστυνομική πλοκή με την ιστορία και το πολιτικο-κοινωνικό περιβάλλον. Περιγράφει με ζοφερά χρώματα την αποικιοκρατία και προσθέτει άλλη μία σκοτεινή νότα: την απειλή μιας επικείμενης ηφαιστειακής έκρηξης, που δίνει τον τόνο στην όλη αφήγηση. Η “Λευκή Καραϊβική” είναι το πρώτο μυθιστόρημα μιας νέας τριλογίας, που αρχίζει το 1976 και τελειώνει το 1981.