Κατά τη νοσηλεία της μετά από μια εγχείρηση, η Λούσυ Μπάρτον δέχεται την αναπάντεχη επίσκεψη της μητέρας της, με την οποία έχει χάσει κάθε επαφή εδώ και πολύ καιρό. Η μητέρα της, ενώ μένει μαζί της στο δωμάτιο του νοσοκομείου, αρχίζει να μιλάει για ανθρώπους από την πόλη τους, μια μικρή πόλη στο Ιλλινόι, και να διηγείται ιστορίες για τις οικογένειές τους. Έτσι όμως προσκαλούνται τα φαντάσματα του παρελθόντος και η Λούσυ βυθίζεται στις αναμνήσεις της παιδικής της ηλικίας: την ακραία, ντροπιαστική φτώχεια, τη σκληρότητα του πατέρα της και τέλος την αναχώρησή της για τη Νέα Υόρκη, η οποία την απομάκρυνε οριστικά από την οικογένειά της. Σιγά σιγά, η Λούσυ αρχίζει να μιλάει διστακτικά για τον δικό της γάμο, τις δύο κόρες της και τα πρώτα της συγγραφικά βήματα στη λογοτεχνική σκηνή της μητρόπολης τη δεκαετία του 1980. Ολόκληρη η ζωή της ξεδιπλώνεται μέσα από τη διαυγή και γεμάτη ανθρωπιά αφήγησή της, φωτίζοντας τη σχέση μητέρας και κόρης, μια σχέση φτιαγμένη από έλλειψη κατανόησης, αδυναμία επικοινωνίας αλλά και βαθιά ταύτιση.
Το “Όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον” χαρακτηρίστηκε αριστούργημα από τη λογοτεχνική κριτική στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι ένα σπουδαίο σύγχρονο μυθιστόρημα για τη μοναξιά, την επιθυμία και την αγάπη. Το βιβλίο κέρδισε το βραβείο Malaparte το 2016.