“Η Ζωή μου” του Μήτσου Μυράτ είναι η πρώτη αυτοβιογραφία ηθοποιού που εκδόθηκε στην Ελλάδα, το 1928. Η δράση αρχίζει από τη Σμύρνη και τα ανήσυχα χρόνια της νιότης, μεταφέρεται στην Αίγυπτο, όπου ο νεαρός Μυράτ αναζητά την τύχη του, συνεχίζεται στο Παρίσι, με το όνειρο μιας θεατρικής καριέρας, και καταλήγει στην Αθήνα του 1900, ακριβώς στο ξεκίνημα μιας ιδιαίτερα κρίσιμης δεκαετίας για το ελληνικό θέατρο. Δύο πρόσωπα σφραγίζουν από το σημείο αυτό και έπειτα τις εξελίξεις: ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος και η Κυβέλη Αδριανού. Χώρος συνάντησης και των τριών ένας θίασος, μία κοινή προσπάθεια, το όραμα για ένα καινούριο θέατρο. Μέσα σε λίγα χρόνια, καλλιτεχνική δημιουργία και προσωπική ζωή θα πλεχτούν μεταξύ τους με δεσμούς αξεδιάλυτους, για να οδηγηθούν από τη μεθυστική επιτυχία στην ανεξέλεγκτη πτώση. Η καταστροφή ωστόσο δεν θα είναι ολοσχερής. Το γλυκόπικρο τέλος της αυτοβιογραφίας αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας νέας αρχής και μιας πιο ώριμης δημιουργικής πορείας. Η αφήγηση σταματά το 1906, όταν ο συγγραφέας είναι μόλις 29 χρονών.
Η μελέτη του Αντρέα Δημητριάδη συνθέτει με αδρές γραμμές ολόκληρη την καριέρα του Μήτσου Μυράτ που κράτησε πάνω από πενήντα χρόνια, ενώ παράλληλα εξετάζει το σύνολο της συγγραφικής δραστηριότητας του ηθοποιού· επιπλέον, αντιμετωπίζει τον αυτοβιογραφικό λόγο ως ιδιόμορφη ιστορική πηγή, κυρίως όμως “διαβάζει” το κείμενο ως ένα εργαλείο που σμιλεύει το παρελθόν, έτσι ώστε αυτό να αποκτήσει ειρμό και νόημα, προκειμένου να φανεί χρήσιμο για την κατασκευή μιας θετικής δημόσιας εικόνας. Μετά από έρευνα και συστηματική διασταύρωση των αφηγήσεων του Μυράτ, ο Δημητριάδης επιχειρεί να διακρίνει τον βαθμό απόκλισης της αυτοβιογραφίας από τα πραγματικά γεγονότα, δείχνοντας μεγάλη κατανόηση -όχι όμως απεριόριστη- για όσες σκόπιμες ανακρίβειες διαπιστώνει.