Μπορεί να ήταν κάποιος παππούς, κάποιος δάσκαλος ή κάποιος συνάδελφος. Κάποιος μεγαλύτερος τέλος πάντων, που διέθετε σοφία και υπομονή, ο οποίος καταλάβαινε τις ανησυχίες σας όταν ήσαστε νέος και σας έδωσε τις κατάλληλες συμβουλές για να μπορέσετε να βρείτε τον δρόμο και τη θέση σας μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο. Για τον Μιτς Άλμπομ ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Μόρι Σουόρτς, ο καθηγητής που είχε στο πανεπιστήμιο πριν από είκοσι σχεδόν χρόνια.
Όπως ο Μιτς, μπορεί κι εσείς να χάσατε κάποια στιγμή την επαφή μ’ εκείνον τον μέντορά σας. Δεν θα θέλατε όμως να ξαναδείτε αυτόν τον άνθρωπο, να του κάνετε τις μεγάλες εκείνες ερωτήσεις που σας καταδιώκουν ακόμα, να ακούσετε σοφές συμβουλές για τη σημερινή πολυάσχολη ζωή σας και να συνομιλήσετε μαζί του όπως τότε που ήσαστε νέος;
Ο Μιτς Άλμπομ είχε αυτή τη δεύτερη ευκαιρία. Βρήκε ξανά τον Μόρι όταν εκείνος περνούσε τους τελευταίους μήνες της ζωής του. Ξέροντας πως πεθαίνει, ο Μόρι δεχόταν τον Μιτς στο σπουδαστήριό του κάθε Τρίτη, όπως έκανε κι όταν τον είχε φοιτητή. Η ανανεωμένη σχέση τους εξελίχθηκε σε μια τελευταία σειρά μαθημάτων: μαθημάτων ζωής.
Το «Κάθε Τρίτη με τον Μόρι» είναι ένα μαγικό χρονικό των ωρών που πέρασαν μαζί, ωρών κατά τις οποίες ο Μιτς δέχτηκε το τελευταίο και ανθεκτικό στον χρόνο δώρο του Μόρι.