Ο Γιέργκεν και η Βιμπέκε ζουν με τους δύο γιους τους σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Νορβηγίας. Όταν μια οικογένεια έρχεται στο γειτονικό σπίτι, το ζευγάρι εντυπωσιάζεται αμέσως από τη γοητεία του γείτονα. Η χαρισματική προσωπικότητα του Στάιναρ σε κάνει να θέλεις να βρίσκεσαι συνέχεια κοντά του.
Οι δύο οικογένειες έχουν παιδιά στην ίδια ηλικία και δεν θα αργήσουν να γίνουν φίλοι.
Όμως η Βιμπέκε, παρά τη συμπάθειά της προς τους νέους τους φίλους, έχει ένα περίεργο προαίσθημα για τον Στάιναρ. Δεν μπορεί να εντοπίσει τι είναι αυτό που την προβληματίζει, αλλά το ένστικτό της δεν παύει να την προειδοποιεί. Όταν θα αφήσουν τον μικρότερο γιο τους να πάει εκδρομή με τους γείτονες στην καλύβα τους στο βουνό, οι υποψίες της αρχίζουν να μετατρέπονται σε φόβο και την οδηγούν να ψάξει με τον Γιέργκεν το σπίτι των γειτόνων τους για πιθανά στοιχεία.
Μήπως έστειλαν το παιδί τους στην αγκαλιά του κακού;
Αυτό που θα βρουν στο σπίτι δεν τους αφήνει καμία επιλογή: πρέπει να φτάσουν το συντομότερο δυνατόν στην καλύβα, πριν να είναι πολύ αργά…
Μέσα από μια ιστορία που θυμίζει θρίλερ με κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, ο Tore Renberg σκιαγραφεί χαρακτήρες και προσφέρει μια διεισδυτική ματιά στις πιο δύσκολες αναζητήσεις του ανθρώπινου νου.
«Μπήκε αναπάντεχα και ορμητικά στη ζωή μας, έτσι το ένιωσα. Δεν ήταν καθόλου εύκολο, έφερε μεγάλη αναστάτωση και δυστυχία, και τώρα βρισκόμαστε βαθιά μες στο σκοτάδι. Είχε ένα σπινθηροβόλο βλέμμα κι ένα μεταδοτικό χιούμορ – ο μεγαλύτερος γιος μου τον είπε μια φορά διάττοντα αστέρα, δεν μου φεύγει από το μυαλό. Ήταν ένας ολοζώντανος άνθρωπος, από αυτούς που σκορπάνε γύρω τους το γέλιο και την αίσθηση πως όλα είναι δυνατά. Όταν περνούσες χρόνο μαζί του, ένιωθες την ακατανίκητη διάθεση να κάνεις πολλά: να βάψεις έναν τοίχο, ν’ ανοίξεις ένα χαντάκι, ν’ αρπάξεις μια ευκαιρία.»