Το τρίτο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη από το 2000 – οπότε κυκλοφόρησαν κάνοντας αίσθηση “Οι τέσσερις τοίχοι”- λέγεται “Το ελάχιστο ίχνος” και μοιάζει με ουράνιο τόξο: γιατί σ’ αυτό συνοψίζεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα -χρωματική, αισθηματική και βιωματική- η πολυτάραχη ζωή ενός ανθρώπου.
Και όχι μόνο. Πάνω στη ζωή του κεντρικού ήρωα η ανάκλαση και η διάθλαση από άλλες ζωές δημιουργεί ένα συνεχές φάσμα, ένα φαινόμενο αφήγησης που καλύπτει πέντε δεκαετίες και μια διαδρομή από τα δάση του ορεινού βορρά στο αστικό τρίγωνο της αθηναϊκής θεατρικής πιάτσας. Ιώδες, πράσινο, ώχρα και κυανό, και οι διαβαθμίσεις τους, αλλά με διαφορετική οπτική γωνία και χρονική εκτροπή σε κάθε κεφάλαιο, κρατούν τον αναγνώστη αιχμάλωτο από την πρώτη σελίδα ως την τελευταία.
Ο μύθος λέει ότι στη βάση του ουράνιου τόξου κρύβεται ένα πιθάρι με χρυσάφι για όποιον μπορέσει να φτάσει εκεί. Εδώ ο θησαυρός είναι αλλιώς: η αστραφτερή αφηγηματική επιφάνεια υποστηρίζεται από πλέγματα “στοχαστικών προσαρμογών” όπου διασταυρώνονται το ταλέντο, η καταγωγή, η πίστη, οι δεσμοί αίματος, η ομορφιά, η διαπλοκή, η αξία, η θυσία, το χρήμα, ο φθόνος, η ηδονή, η αγάπη.